Το Γργο παρουσιΓζεται στο ΜουσεΓο ΒυζαντινοΓ½ ΠολιτισμοΓ½
ΜαΓ½ρα ΠουλιΓ
“ΒΉξερε πολλΓς δουλειΓς, ΓΌλες, ΓΌμως εξΓσου Γσχημα”
Η διαδικασΓα της κατασκευΓς του Γργου «ΜαΓ½ρα ΠουλιΓ» εΓναι Γνα καλΓΌ παρΓδειγμα ανολοκλΓρωτου Γργου ΓΌπου με την ολοκλΓρωση ενΓΌς σταδΓου αυτΓΌματα ανοΓγει η πΓΌρτα για το επΓΌμενο. ΜοιΓζει σαν να προσπαθεΓ το Γργο να ξεφΓ½γει απΓΌ τον Γδιο τον εαυτΓΌ του χωρΓς την παραμικρΓ καθυστΓρηση. ΠαρΓΌλα αυτΓ ο καλλιτΓχνης περιΓρχεται σε απΓΌλυτη εξΓρτηση, το Γργο τον ρΓχνει στη ροΓ του ποταμοΓ½ και τον παρασΓρνει σε απρΓΌβλεπτες κατευθΓ½νσεις.
ΒΌταν Γλαβα τις φωτογραφΓες απΓΌ το αΓθριο του ΜουσεΓου ΒυζαντινοΓ½ ΠολιτισμοΓ½ της ΘεσσαλονΓκης μου Γρθε συνειρμικΓ στο νου το Γργο του ΡενΓ ΜαγκρΓτ «Homesickness». Στο Γργο αυτΓΌ Γνας μαΓ½ρος Γγγελος κοιτΓζει κΓτω απΓΌ το πΓτρινο παραπΓτο που θυμΓζει πολΓ½ τους τοΓχους του ΜουσεΓου ΒυζαντινοΓ½ ΠολιτισμοΓ½. ΔΓπλα στον Γγγελο εΓναι ξαπλωμΓνο Γνα λιοντΓρι που υποβΓλλει στον θεατΓ το ερΓΎτημα: ΤΓ κοιτΓζει ο Γγγελος; ΑναρωτΓθηκα κι εγΓΎ. ΣχετικΓ γρΓγορα μου Γρθε στο νου η εικΓΌνα ενΓΌς Γλλου πΓνακα του ΜαγκρΓτ, της «Golconda», ΓΌπου απΓΌ τον ουρανΓΌ πΓφτουν (σα βροχΓ) μαΓ½ροι Γντρες με γραβΓτες και χαρτοφΓ½λακες (Γσως να πετοΓ½ν στον ουρανΓΌ σαν τα κορΓκια, Γσως, ΓΌμως, και να πΓτρωσαν για πΓντα στον χΓΎρο κουβαλΓΎντας τις σκΓψεις τους). ΕΓδα ΓΌλη την κατΓσταση στο σΓ½νολΓΌ της – ο μαΓ½ρος Γγγελος στΓθηκε και κοιτοΓ½σε τις μαΓ½ρες αντρικΓς φιγοΓ½ρες που Γπεφταν στη γη. Την προσοχΓ του τρΓβηξε ακΓΌμα μια θεΓΊκΓ μουσικΓ. Οι Γντρες, καθΓΎς στΓκονταν ακΓνητοι, τραγουδοΓ½σαν. Η μουσικΓ γοΓτευσε τον μαΓ½ρο Γγγελο, Γπλωσε τα φτερΓ του κι αναλΓφθηκε πΓνω απΓΌ το παραπΓτο.
ΒΈτσι συνειρμικΓ Γρχισα να δουλεΓ½ω για το Γργο μου. Μου φαινΓΌταν, ΓΌμως, πως κΓτι δεν εΓχα μαντΓψει ως το τΓλος. ΒυθΓστηκα στη μελΓτη της αρχαΓας ελληνικΓς λογοτεχνΓας και των υπομνηματιστΓΎν της και μετΓ απΓΌ κΓποιο διΓστημα Γπεσα πΓνω σ’ Γνα ΓΌνομα που μ’ Γκανε να τρΓβω τα μΓτια και να γελΓω για ΓΎρα. Σ' ενα κεφΓλαιο για τον ΒΌμηρο ο ΑριστοτΓλης αναφΓρει ΓΌτι το αποδιδΓΌμενο στον επικΓΌ ποιητΓ σατιρικΓΌ Γπος «ΜαργΓτης» Γταν εξΓσου σημαντικΓΌ για την ελληνικΓ κωμωδΓα ΓΌσο η «ΙλιΓδα» και η «ΟδΓ½σσεια» για την τραγωδΓα. ΒΈτσι λοιπΓΌν. ΓνωρΓζατε εσεΓς για το υποτιθΓμενο αυτΓΌ Γργο του ΟμΓρου που εΓναι εξΓσου σημαντικΓΌ με την «ΙλιΓδα»; ΕγΓΎ προσωπικΓ δεν το γνΓΎριζα, γι’ αυτΓΌ το αναζΓτησα αμΓσως. Η αναζΓτηση με οδΓγησε σε εννΓα μΓΌνο στΓχους, σε κΓποιες περιπτΓΎσεις απλΓς φρΓσεις, ΓΌ,τι σΓΎθηκε ως τις μΓρες μας.
..λθΓ τις ε..ς Κολοφ..να γΓρων κα.. θε..ος ΓοιδΓΌς,
ΜουσΓων θερΓπων κα.. ..κηβΓΌλου ἈπΓΌλλωνος,
φΓλαις ..χων ..ν χερσ..ν ε..φθογγον λΓ½ρην.
τ..ν δ.. ο..τ.. ..ρ σκαπτ..ρα θεο.. θΓσαν ο..τ.. ..ροτ..ρα
ο..τ.. ..λλως τι σοφΓΌν• πΓσης δ.. ..μΓρτανε τΓχνης.
πΓΌλλ.. ..πΓστατο ..ργα, κακ..ς δ.. ..πΓστατο πΓντα.
πΓΌλλ.. ο..δ.. ..λΓΎπηξ, ..λλ.. ..χ..νος ..ν μΓγα
… ..νΓΌρουσε λιπ..ν ..πο δΓμνια θερμ..
… ..ΓΊξε θΓ½ρας, ..κ δ.. ..δραμεν ..ξω
… ..ς ..θ.. ..ρακλ..ς
Οι εννΓα φρΓσεις εΓναι μοναδικΓς και μαζΓ με τον τΓτλο αποτελοΓ½ν την απΓΌλυτη μΓτρα του σΓ½γχρονου δυτικοΓ½ πολιτισμοΓ½, ΓΌπου ο αυτοσαρκασμΓΌς αποτελεΓ τη βΓση του μεταμοντΓρνου τρΓΌπου σκΓψης. ΔεΓτε. Ο Γδιος ο τΓτλος «ΜαργΓτης» δηλΓΎνει τον χαζοΓ½λη, τον ανΓΌητο, τον φλΓ½αρο που ξΓρει Γνα σωρΓΌ δουλειΓς, ΓΌλες ΓΌμως εξΓσου Γσχημα. ΠρΓΌκειται για Γναν Γρωα που συναντοΓ½με σε εκατοντΓδες λογοτεχνικΓ Γργα. ΕΓναι, τελικΓ, και η μορφΓ του σΓ½γχρονου καλλιτΓχνη που ο θεοΓ δεν τον Γφησαν να γΓνει οΓ½τε εργΓτης, οΓ½τε αγρΓΌτης και του επΓτρεψαν μΓα και μΓΌνο ασχολΓα: να κΓνει το βλΓκα. Ο ανΓΌητος ο ΜαργΓτης το σκΓει απ’ το φΓΌβο του την πρΓΎτη νΓ½χτα του γΓμου. ΜΓπως κι εδΓΎ δεν βρΓσκεται το θεμΓλιο της φροΓ»δικΓς θεωρΓας; ΕνΓΎ η μορφΓ του ΗρακλΓ, ΓΌταν μετΓ τον πρΓΎτο φΓΌβο τελικΓ επιστρΓφει στη νΓ½φη (δεν παραπΓμπει σΓμερα στην θεωρΓα του συλλογικοΓ½ υποσυνεΓδητου του Γιουγκ;) εΓναι η μορφΓ του μυθολογικοΓ½ Γρωα που βρΓσκεται μΓσα στον καθΓνα μας.
ΕΓναι απΓστευτο πΓΎς ο παρωδιακΓΌς συνδυασμΓΌς του ΜαργΓτη με τον ΜαγκρΓτ μας μεταφΓρει το σΓ½νολο των αποχρΓΎσεων του Γντρα – απΓΌ τον Γγριο, τον μανιακΓΌ, τον ηλΓθιο ως τον μοναχικΓΌ παρατηρητΓ, απΓΌ αυτΓΌν που καταπιΓνεται με ανΓΌητες ασχολΓες, τον τΓ½ραννο, τον ψεΓ½τη ως τον δειλΓΌ που τρΓμει απ’ τον φΓΌβο του απΓναντι στον κΓΌσμο, απΓΌ τον τσεχοφικΓΌ Γντρα ως το θηρΓο που κομματιΓζει τον εαυτΓΌ του. (ΜΓπως μ’ αυτΓ τα τΓρατα δεν Γχουν καθημερινΓ επαφΓ οι γυναΓκες εδΓΎ και τΓΌσες χιλιετΓες;)
Ο μαΓ½ρος Γγγελος βλΓπει με Γκπληξη τις μαΓ½ρες αντρικΓς φιγοΓ½ρες και δεν καταλαβαΓνει πΓΎς εΓναι δυνατΓΌν να βγαΓνει μΓσα απΓΌ τα τΓρατα αυτΓ μια τΓΌσο θεΓΊκΓ μουσικΓ αυτοσαρκασμοΓ½ και αγΓπης. Τον κρατΓει αλυσοδεμΓνο η αδυναμΓα να καταλΓβει τη θεΓΊκΓ σκΓψη, δεν μπορεΓ να διακρΓνει στο αντρικΓΌ πλΓσμα κΓποια πνευματικΓ προοπτικΓ, τα τΓρατα αυτΓ πΓντα θα συνδυΓζουν την ασΓλγεια με την τιμΓ, το θρΓσος με το θΓρρος, τη σκληρΓΌτητα με την αυτοθυσΓα, τον ναρκισσισμΓΌ με την χαμηλΓ αυτοεκτΓμηση. ΑπΓΌ πετοΓ½ν αυτΓ τα μαΓ½ρια πουλιΓ με τα Γσπρα κολΓρα και ποΓ½ πηγαΓνουν; Τα πουλιΓ αυτΓ ποτΓ δεν θα βρουν τον τΓΌπο τους, η κΓθε μΓα στΓση στο δρΓΌμο τους θα τους κΓνει για μια ακΓΌμη φορΓ να συνειδητοποιοΓ½ν τη μοναξιΓ τους. Και στο σημεΓο αυτΓΌ ο Γγγελος Γκουσε πΓσω απΓΌ την πλΓτη του τον τρομαχτικΓΌ βρυχηθμΓΌ του λιονταριοΓ½...
|